Το Πρώτο Κυπριακό Μουσείο
Η διαχείριση της αρχαιολογικής κληρονομιάς της Κύπρου ανάγεται στα χρόνια τής Αγγλοκρατίας με την ίδρυση του Κυπριακού Μουσείου στα 1882 στη Λευκωσία. Αυτό έγινε κατόπιν αιτήματος των κατοίκων του νησιού, το οποίο τέθηκε στις αποικιοκρατικές αρχές από αντιπροσωπεία που αποτελείτο από τον Αρχιεπίσκοπο, τον Καδή, τον Μουφτή και άλλους, ως αντίδραση στις λαθραίες ανασκαφές και στην παράνομη εξαγωγή αρχαιοτήτων από το νησί.
Όταν ήρθαν οι Άγγλοι στην Κύπρο το 1878 διατήρησαν τον οθωμανικό νόμο περί αρχαιοτήτων του 1874 για ένα διάστημα πέραν των είκοσι χρόνων. Σύμφωνα με το νόμο αυτό, το κράτος δικαιούτο το ένα τρίτο των ευρημάτων από νόμιμες ανασκαφές, ο ιδιοκτήτης της γης το άλλο ένα τρίτο και το τελευταίο ένα τρίτο ο ανασκαφέας.
Τόσο κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας όσο και στα πρώτα χρόνια της αγγλοκρατίας πολλοί αρχαιοκάπηλοι (διπλωμάτες, δημόσιοι αξιωματούχοι κ.ά.) εκμεταλλεύονταν την φτώχεια και την κατάσταση που επικρατούσε και με διάφορους τρόπους καρπούντο τις αρχαιότητες. Ένα κλασσικό παράδειγμα ήταν η αγορά της γης στην οποία θα έκαναν ανασκαφές, με αποτέλεσμα να δικαιούνται τα δύο τρίτα των ευρημάτων, ως ανασκαφείς και ταυτόχρονα ως ιδιοκτήτες της γης.
Ο οθωμανικός νόμος του 1874 και γενικά η διοίκηση δεν έδειχνε οποιοδήποτε σοβαρό ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες. Απεναντίας υπήρχε μεγάλη ανοχή στην εξαγωγή αρχαιοτήτων από όλη την οθωμανική επικράτεια. Φυσικά αυτό δεν ήταν τυχαίο, αφού σε συνδυασμό με τον ξεριζωμό ανθρώπων το πολιτιστικό υπόβαθρο και η ιστορία θα γραφότανε διαφορετικά… Ο πρώτος νόμος που ψηφίστηκε στην Κύπρο επί αγγλοκρατίας και αφορούσε την αρχαιολογία ήταν ο Περί Αρχαιοτήτων Νόμος του 1905. Παρ’ όλα αυτά, οι λαθραίες ανασκαφές και η παράνομη εξαγωγή αρχαιοτήτων δεν σταμάτησαν.
Το Τμήμα Αρχαιοτήτων ιδρύθηκε τελικά στα 1935, με τη θέσπιση του Περί Αρχαιοτήτων Νόμου του ιδίου έτους. Μέχρι τότε το Κυπριακό Μουσείο το διαχειριζόταν η λεγόμενη Επιτροπεία του Μουσείου, της οποίας προέδρευε ο Άγγλος Ύπατος Αρμοστής και συμμετείχαν ως αντιπρόεδροι ο Αρχιεπίσκοπος, ο Καδής και ο Μουφτής, ενώ τα υπόλοιπα, αιρετά, μέλη εκλέγονταν από τους συνδρομητές του Μουσείου.
Το Κυπριακό Μουσείο ιδρύθηκε στις 15 Ιουνίου 1882 μετά από ιδιωτική αίτηση η οποία εγκρίθηκε από το Βρετανό Ύπατο Αρμοστή, Sir Robert Biddulph. Αρχικά υπήρξε ως θεσμός χωρίς εκθεσιακό χώρο. Υπήρχαν απλώς δυο δωμάτια με αριθμούς 24 και 26 μέσα στα κυβερνητικά γραφεία (Αρχιγραμματεία) στον κάτω όροφο δίπλα από το κυβερνητικό τυπογραφείο «για τις ανάγκες του Μουσείου».
Μέχρι το 1889 οι δύο αίθουσες λειτούργησαν βασικά ως αποθήκες των κυπριακών αρχαιολογικών ευρημάτων της Κυβέρνησης. Μετά που η αποικιοκρατική διοίκηση αποφάσισε για τη μετακίνηση των αρχαιοτήτων από την Αρχιγραμματεία σε ένα μικρό διώροφο κτίριο στην οδό Βικτωρίας αριθμός 7 στη Λευκωσία, στην εντός των τειχών πόλη της Λευκωσίας.
Η οδός Βικτωρίας βρίσκεται στην Παλιά Λευκωσία στην συνοικία Καρμάν Ζατέ μέσα στο κατεχόμενο τμήμα της πόλης, βόρεια της οδού Πάφου. Υπόψη ότι πριν αναλάβουν οι Άγγλοι το 1878, οι οδοί δεν έφεραν ονόματα!
Στο νότιο άκρο της οδού και στην ανατολική της πλευρά βρίσκεται η Καθολική Εκκλησία του Τιμίου Σταυρού και απέναντι από το βόρειό της άκρο, στη δυτική πλευρά του δρόμου βρισκόταν το πρώτο Κυπριακό Μουσείο.
Με βάση τα στοιχεία από τον Κλάδο Εγγραφής (προάγγελο του Κτηματολογίου) το οικόπεδο 194 υπήρξε ιδιοκτησία του Γιώργου Αθανάση Μόζερα ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης του κτηρίου του πρώτου Κυπριακού Μουσείου το 1906. Στις 30 Ιανουαρίου 1922 το οικόπεδο 194 ήταν γραμμένο στο όνομα του Μιχάλη Γ. Νικολαΐδη, ο οποίος λειτουργούσε ως διαχειριστής της ακίνητης περιουσίας του Γ.Α. Μόζερα και στις 5 Απριλίου 1938 αγοράστηκε για περίπου £850 λίρες από τον Δρ Ματθαίο Χ. Ματοσιάν, ο οποίος ήταν οδοντίατρος. Το σπίτι αυτό αργότερα αγοράστηκε από τους Α/φούς Εμπόρους Γιωργαλλίδη, οι οποίοι το χρησιμοποίησαν ως γραφειακό και αποθηκευτικό χώρο.
Η ενοικίαση της οικίας επί της οδού Βικτωρίας άρχισε στις 15 Ιουλίου 1889 για ένα χρόνο με το ποσό των £21 λιρών. Με £12 λίρες επίσης το χρόνο εξασφαλίστηκαν οι υπηρεσίες ενός φύλακα (επιστάτη), ο οποίος θα είναι εγκατεστημένος στο χώρο του Μουσείου. Αφού μεταφέρθηκαν τα αρχαιολογικά αντικείμενα από την Αρχιγραμματεία στο κτίριο, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η ζωή του Κυπριακού Μουσείο άρχισε στις 16 Δεκεμβρίου 1889.
Αρχικά οι πενιχροί πόροι του Μουσείου προέρχονταν από εισφορές μερικών ιδιωτών και από συνδρομές των λιγοστών μελών του, αλλ’ αργότερα, το 1905, με τη θέσπιση του πρώτου νόμου για τις Αρχαιότητες, έγινε ημιεπίσημος οργανισμός, που τον διοικούσε ειδική επιτροπή με πρόεδρο τον Άγγλο ύπατο αρμοστή και η οικονομική ενίσχυσή του αυξήθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό, υπαγόμενο στο νεοσύστατο Τμήμα Αρχαιοτήτων.
Στις 20 Ιουλίου 1889 το έντυπο “The Owl: A Weekly Newspaper and Review” πληροφορούσε τους αναγνώστες του ότι «το Κυπριακό Μουσείο έχει επιτέλους αποκτήσει δικό του χώρο. Η επιτροπή διοίκησης έχει πάρει ένα σπίτι στην οδό Βικτωρίας και αναμένεται ότι σε λίγες μέρες τα διάφορα αντικείμενα αρχαιολογικής αξίας, τα οποία σήμερα βρίσκονται κρυμμένα στα Κυβερνητικά Γραφεία, θα μετακινηθούν και θα εκτεθούν με πιο αποτελεσματικό τρόπο από’ ότι σήμερα».
Στις 9 Μαΐου 1891 το έντυπο “The Owl: A Weekly Newspaper and Review” έγραφε με τίτλο «Κυπριακό Μουσείο» με ημερομηνία 4 Μαΐου 1891. «Από τις 16 Μαΐου και εξής το Μουσείο θα ανοίγει μια μέρα – Σάββατο – την εβδομάδα όπως και σε κάποιες γιορτές οι οποίες θα ανακοινωθούν προσεχώς. Το ωράριο θα είναι από τις 2 μ.μ. μέχρι τις 6 μ.μ. εκτός από τους χειμερινούς μήνες όπου θα κλείνει νωρίτερα. Η είσοδος στο Μουσείο θα γίνεται με εισιτήριο το οποίο θα προμηθεύει ο φύλακας του Μουσείου, στο γραφείο του Επίτροπου Λευκωσίας».
Η παλαιότερη σωζόμενη φωτογραφία του νότιου άκρου της οδού Βικτωρίας προς βορρά είναι του πρωτοπόρου επαγγελματία φωτογράφου J. P. Foscolo, ο οποίος εργάστηκε στη Λεμεσό από το 1878 μέχρι το θάνατό του το 1927. Η φωτογραφία δεν συνοδεύεται από κάποια ημερομηνία, αλλά πρέπει να είναι του 1913.
Στη φωτογραφία απεικονίζεται το πρώτο Κυπριακό Μουσείο, το δεύτερο σπίτι αριστερά με το μπαλκόνι στον πρώτο όροφο. Η φωτογραφία τραβήχτηκε πριν από το 1901 αφού η Εθνική Ένωση Κυπρίων την είχε στείλει στον Ιστορικό και Εθνογραφικό Όμιλο Ελλάδος για να συμπεριληφθεί σε έκθεση στην Αθήνα. Είναι επίσης βέβαιο ότι η φωτογραφία χρονολογείται στη δεκαετία του 1890 αφού η εκκλησία στη φωτογραφία φαίνεται να είναι αυτή του δέκατου εβδόμου αιώνα η οποία κατεδαφίστηκε στο τέλος του δέκατου ενάτου αιώνα για να κτιστεί το σημερινό Καθολικό κτίσμα του οποίου η ανοικοδόμηση ξεκίνησε το 1900.
Το πρώτο αγγλικό βιβλίο “Cyprus Guide and Directory” που εκδόθηκε την 1η Απριλίου 1885 στην Κύπρο αναφέρει τη Λατινική Εκκλησία στη Victoria Road (σ. 192). Η Καθολική Εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, που βρίσκεται στην Πύλη της Πάφου μέσα στην παλιά εντός των τειχών πόλη της Λευκωσίας, χρονολογείται από το 1900 και εξυπηρετεί την Ρωμαίο-Καθολική κοινότητα ντόπιων και ξένων. Χτίστηκε στη θέση μιας παλιότερης εκκλησίας του 1642, αφιερωμένης στον Τίμιο Σταυρό, που παρέμεινε σε χρήση μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα οπότε την κατεδάφισαν για να φτιάξουν το σημερινό κτίριο. Ο θεμέλιος λίθος της σημερινής εκκλησίας τοποθετήθηκε στις 8 Απριλίου 1900 και η εκκλησία εγκαινιάστηκε το 1902.
Δυο άλλες φωτογραφίες που σώζονται, δείχνουν το εσωτερικό του ισογείου του πρώτου Μουσείου. Οι φωτογραφίες αυτές πρέπει να είναι της δεκαετίας του 1890. Ακόμη και μέσα στο Μουσείο το 1894 η κατάσταση της Συλλογής ήταν αξιοθρήνητη.
Η Αγγλίδα Elizabeth Alicia Maria Lewis που επισκέφθηκε το Μουσείο, εξέδωσε στο Λονδίνο το 1894 το βιβλίο “A Lady’s Impressions of Cyprus in 1893”. Μεταξύ άλλων έγραφε και τα εξής: «Η Λευκωσία περηφανεύεται για ένα καλά οργανωμένο αρχαιολογικό μουσείο. Το ισόγειο το καταλαμβάνουν αγάλματα και γλυπτά τα οποία βρίσκονται ως επί τω πλείστον σε καλή κατάσταση και οι τοίχοι του πάνω ορόφου φέρουν γυάλινες βιτρίνες οι οποίες περιέχουν γυάλινα αντικείμενα, κεραμική και αγαλματίδια από τάφους. Αυτά όλα είναι ταξινομημένα προσεκτικά με βάση τη χρονολόγησή τους, τις φυλές και τόπους προέλευσής τους: Κούκλια, Αμαθούντα, Δάλι, Πάφος, Κούριο και ούτω καθεξής. Το μουσείο αυτό προμηθεύεται από το συσσωρευμένο μερίδιο της Κυβέρνησης από όλους τους θησαυρούς και είναι υπό Κυβερνητική επίβλεψη, που σημαίνει ότι το φροντίζουν όσοι Κυβερνητικοί υπάλληλοι έχουν το χρόνο, την εξυπνάδα και τη λογιότητα να προσφέρουν σ’ αυτό. Το μουσείο συντηρείται με συνδρομές από τα δικά τους πορτοφόλια (σελ.197)».
Στο πρώτο Κυπριακό Μουσείο η κυρία Lewis πρόσεξε και τον Βαβυλωνιακό σφραγιδοκύλινδρο που βρέθηκε στη Λευκωσία της Εποχής του Χαλκού στη νεκρόπολή της Αγίας Παρασκευής, στον τάφο που ανέσκαψε το 1884 και φωτογράφησε το 1895 ή το 1896 ο Ohnefalsch-Richter.
Η πιο ξεχωριστή αναφορά που έχει διασωθεί και αφορά το πρώτο Κυπριακό Μουσείο είναι του Βρετανού μυθιστοριογράφου Henry Rider Haggard (1856-1925), ο οποίος στο βιβλίο του “A Winter Pilgrimage, Being an Account of Travels through Palestine, Italy, and Island of Cyprus, Accomplished in the Year 1900, το οποίο εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1901, αναφέρει τα εξής: «Για καιρό ανυπομονούσα να επισκεφθώ για δεύτερη φορά το μουσείο στη Λευκωσία, το οποίο τα προηγούμενα χρόνια αποτελείτο από μερικά ακατάστατα δωμάτια γεμάτα από διάφορα είδη αρχαιοτήτων. Πριν αναχωρήσω από την Αγγλία είχα διαβάσει κριτικές για ένα σημαντικό νέο κατάλογο του Κυπριακού Μουσείου και έτσι υπέθεσα ότι η κατάσταση θα είχε αλλάξει. Σαν αποτέλεσμα όμως η απογοήτευση μου ήταν ακόμα πιο μεγάλη.
Κατ’ αρχάς δεν υπάρχει φύλακας. Στο ισόγειο κάτω από τη στοά και μέσα σε ένα είδος εσωτερικής αυλής, κείτονταν άτακτα και ανάκατα οι βωμοί, κατάλοιπα μαρμάρινων αλόγων και αρμάτων, ταφόπλακες, προτομές και ανάνοικτα κασόνια με αρχαιότητες σημαδεμένα με ενδείξεις που δήλωναν ότι είχαν σταλεί από χρόνια. Δεν μπορούσαμε να εντοπίσουμε πουθενά το Κυπριακό μερίδιο από τους περίφημους θησαυρούς της Έγκωμης… Φαίνεται ότι τα αντικείμενα αυτά παραμένουν κλειδωμένα σε κάποιο Κυβερνητικό χρηματοκιβώτιο. Η κατάσταση είναι η ίδια για όλη τη συλλογή. Όσον αφορά το ευρύτερο κοινό και την Κύπρο, αποτελεί δώρο άδωρον. Για τη λυπηρή αυτή κατάσταση όμως η Κυβέρνηση δεν θα πρέπει να κατηγορηθεί διότι δεν διαθέτει ούτε δεκάρα για πράγματα όπως τα κειμήλια της ιστορίας του νησιού, όσο σημαντικά και ενδιαφέροντα και αν είναι».
Ο George H. Everett Jeffery (1855–1935) ήταν ο Έφορος Αρχαίων Μνημείων στην Κύπρο από το 1903 μέχρι το θάνατό του το 1935. Είναι γνωστός για την προσωπική του έρευνα και ενδιαφέρον για τα μνημεία της Κύπρου. Μεταξύ των δημοσιεύσεών του είναι η έγκυρη Περιγραφή των Ιστορικών Μνημείων της Κύπρου, που δημοσιεύτηκε το 1918 και η δεύτερη έκδοση κυκλοφόρησε το 1983. Οι δημόσιες συνεισφορές του περιλαμβάνουν την επίβλεψη της κατασκευής του Κυπριακού Μουσείου από το 1908. Πιο πρόσφατα τα ημερολόγια του Jeffery έχουν μελετηθεί και εκδοθεί από τη Δέσποινα Πηλείδη.
Ο George Jeffery μάς άφησε μια χαρακτηριστική αναφορά για το Μουσείο της οδού Βικτωρίας στο ημερολόγιό του για το έτος 1904, από το οποίο παρατίθενται τα ακόλουθα αποσπάσματα: «Η συλλογή αρχαιοτήτων και ταφικών ευρημάτων του Μουσείου η οποία προέκυψε από τον παράλογο Τούρκικο περί αρχαιοτήτων νόμο ο οποίος εξακολουθούσε να ισχύει στην Κύπρο, στεγαζόταν σε ένα παλιό, ετοιμόρροπο κτήριο στο τέρμα της οδού Βικτωρίας. Όταν κατέφθασα, βρήκα το χώρο σε μια περίεργη κατάσταση, ακριβώς όπως τον είχε αφήσει ο κύριος Richter πριν από μερικά χρόνια, στα μέσα των ανολοκλήρωτών του εργασιών. Τα πάντα ήταν σκεπασμένα με εκείνη την παχιά στρώση σκόνης η οποία μαζεύεται παντού στη Κύπρο μέσα σε διάστημα δώδεκα μηνών».
Ο Βρετανός Basil Stewart ήρθε στην Κύπρο το 1904 για να αναλάβει τα καθήκοντα του τοπογράφου μηχανικού για την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Αμμοχώστου-Λευκωσίας. Στο ταξιδιωτικό βιβλίο που έγραψε με τίτλο “My Experiences of Cyprus” το οποίο εκδόθηκε στο Λονδίνο το 1908, αναφέρει τα ακόλουθα για το πρώτο Κυπριακό Μουσείο: «Στην αυλή ενός σπιτιού στη Λευκωσία, του οποίου η πόρτα έτυχε να είναι μισάνοιχτη, είδα τμήματα από βωμούς, ταφόπλακες, προτομές, αγάλματα κτλ., σκορπισμένα παντού όπως και ανάνοικτα κουτιά που πιθανότατα να περιείχαν αρχαιότητες.
Όλα αυτά αποτελούν τον πυρήνα του πολυσυζητημένου τοπικού Κυπριακού μουσείου παρόλο που εξαιτίας της έλλειψης Κυβερνητικών πόρων, το μουσείο δεν λειτουργεί ακόμη ικανοποιητικά. Η συλλογή του όση έχει παραμείνει στο νησί, είναι αποθηκευμένη σε κάποιο χρηματοκιβώτιο και τα πιο ογκώδη αντικείμενα παραμένουν αραδιασμένα στην ίδια θέση μέσα στην αυλή όπου είχαν αρχικά αφεθεί. Στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο (σ.231 f)».
Μετά από δυο δεκαετίες και όταν πλέον ήταν ολοφάνερη η έλλειψη κατάλληλου χώρου και η ανεπάρκεια της υποδομής για τις λειτουργικές ανάγκες του κτιρίου, που στέγαζε το Κυπριακό Μουσείο, η Επιτροπή που το διαχειριζότανε στις 28 Νοεμβρίου του 1905 προβληματίστηκε για «την πιθανότητα να χτιστεί ένα νέο κτήριο το οποίο θα λειτουργεί ως το Κύριο Κυπριακό Μουσείο» και αποφασίστηκε η ανέγερση ενός κατάλληλου κτηρίου σε μια αρμόζουσα και κατάλληλη θέση έξω από την πόλη της Λευκωσίας».
Το σημερινό νεοκλασικό κτίριο τού δεύτερου Κυπριακού Μουσείου στην οδό Μουσείου στη Λευκωσία (απέναντι από το Δημοτικό Θέατρο), που είναι αφιερωμένο στη μνήμη της βασίλισσας της Αγγλίας Βικτωρίας, άρχισε να κτίζεται το 1908 και περατώθηκε το 1924. Σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Ν. Μπαλάνο, εταίρο της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών, ενώ η επίβλεψη έγινε από τον Άγγλο αρχιτέκτονα George Jeffery, τότε Έφορο των Αρχαίων Μνημείων του Κυπριακού Μουσείου. Στα 1909 μεταφέρθηκαν οι συλλογές από το σπίτι της οδού Βικτωρίας και έτσι ολοκληρώθηκε ο κύκλος ζωής του πρώτου Κυπριακού Μουσείου.
Κατά τη διάρκεια της ανέγερσης του δεύτερου Κυπριακού Μουσείου η οποία ξεκίνησε το 1908, το κτήριο της οδού Βικτωρίας εξακολουθούσε να ενοικιάζεται και μέχρι τις 7 Νοεμβρίου 1910.
Παρόλα τα προβλήματα και τα μειονεκτήματά του, το πρώτο Κυπριακό Μουσείο τής οδού Βικτωρίας είχε τη δική του συνεισφορά στην εξέλιξη της Κυπριακής αρχαιολογίας ως επιστημονικός κλάδος και το ρόλο τον οποίο εξακολουθεί να παίζει στον εμπλουτισμό των αρχαιολογικών και ιστορικών ερευνών που αφορούν την ιστορία του τόπου.
Το πρώτο Κυπριακό Μουσείο το κτήριο του οποίου φωτογραφήθηκε τελευταία φορά σε φυσιολογική κατάσταση τη δεκαετία του 1940 βρίσκεται τώρα στην απαγορευμένη Τούρκικη στρατιωτική ζώνη βόρεια της νεκρής ζώνης των Ηνωμένων Εθνών, απροσπέλαστη στους πολίτες. Το σπίτι το οποίο παλιά στέγαζε το Μουσείο περιήλθε σε αχρηστία, είναι πια έρμαιο των καιρικών συνθηκών και καταστράφεται.
Ευχής έργον θα είναι στο προσεχές μέλλον να καταστεί δυνατή η αναπαλαίωση του ιστορικού αυτού κτίσματος, πριν να είναι πολύ αργά και δεν θα έχει απομείνει τίποτα για να συντηρηθεί.
Για πλήρη ενημέρωση για την ιστορία του Πρώτου Κυπριακού Μουσείου οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να διαβάσουν το βιβλίο «Το Πρώτο Κυπριακό Μουσείο» του Robert S. Merrillees, από το οποίο αντλήθηκαν πληροφορίες για τον παρόν κείμενο.
Το βιβλί ανιχνεύει τη γένεση του Κυπριακού Μουσείου στα τέλη του δέκατου ενάτου αιώνα στη Λευκωσία. Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει τη δημιουργία του Μουσείου σε οικία της οδού Βικτωρίας ως ‘μετάλλαξη μιας εμβρυακής ιδέας σε μια απτή πραγματικότητα’ και συναρμολογεί τα κομμάτια της τόσο μελετημένης ιστορίας των πρώτων χρόνων του Μουσείου αντλώντας πληροφορίες από ένα ευρύ φάσμα πηγών.
Ο Robert S. Merrillees (γεννημένος το 1938) πρώην Αυστραλιανός διπλωμάτης και αρχαιολόγος. Προσελήφθηκε στη δημόσια υπηρεσία της Αυστραλίας στο διπλωματικό σώμα το 1964. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 μαζί με τη γυναίκα του και τις δυο τους κόρες πήραν μέρος στις ανασκαφές στο χωριό Φλαμούδι (κατεχόμενο από το 1974 από τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής) με το πρόγραμμα του πανεπιστημίου Κολούμπια των ΗΠΑ. Το 1983 διορίστηκε πρέσβης στο Τελ Αβίβ μέχρι το 1987. Ακολούθως υπηρέτησε ως πρέσβης σε διάφορες άλλες χώρες και η διπλωματική του σταδιοδρομία τελείωσε το 1995 όταν ήταν πρέσβης στην Ελλάδα και το 1996 πήρε πρόωρη συνταξιοδότηση. Ο Merrillees εξελέγη Μέλος της Αυστραλιανής Ακαδημίας Ανθρωπιστικών Επιστημών το 1992.
Φοίβος Νικολαΐδης